υπεραυχος

υπεραυχος
    ὑπέραυχος
    ὑπέρ-αυχος
    2
    страшно надменный, высокомерный Soph., Xen.
    

ὑπέραυχα βάζειν ἐπί τινι Aesch. — нагло говорить с кем-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υπεραυχος" в других словарях:

  • ὑπέραυχος — over boastful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέραυχος — ον, Α [ὑπεραυχῶ] 1. υπέρμετρα αλαζονικός, ανυπόφορα καυχησιάρης («μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέραυχον η υπέρμετρη αλαζονεία 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπέραυχα οι υπέρμετρα… …   Dictionary of Greek

  • ὑπέραυχον — ὑπέραυχος over boastful masc/fem acc sg ὑπέραυχος over boastful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραύχοις — ὑπέραυχος over boastful masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραύχου — ὑπέραυχος over boastful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραύχους — ὑπέραυχος over boastful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραύχων — ὑπέραυχος over boastful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέραυχα — ὑπέραυχος over boastful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέραυχοι — ὑπέραυχος over boastful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέραγχος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερήφανος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να διορθωθεί σε ὑπέραυχος] …   Dictionary of Greek

  • υπεραυχής — ές, Α ὑπέραυχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι, περηφανεύομαι»), πρβλ. πολυ αυχής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»